- ἐπικατιόντος
- ἐπικάτειμιgo down intopres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικάτειμι — ἐπικάτειμι (Α) κατεβαίνω σε κάτι («ἐπικατιόντος τοῡ νοσήματος ἐς τὴν κοιλίαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάτειμι (μέλλ. τού ρ. κατέρχομαι)] … Dictionary of Greek